Ο Σπύρος Πούλης σε συνέντευξή του εξομολογήθηκε την απώλεια που βίωσε τελευταία μέσα στην οικογένειά του και πόσο τον επηρέασε αυτός ο θάνατος.
Καταφέρνεις και διατηρείς σε ισορροπία τα επαγγελματικά αλλά και τα προσωπικά σου, έχεις μια δεμένη οικογένεια.
Είμαστε με την Αργυρώ 23 χρόνια μαζί, με ξέρει σχεδόν από την ...πρώτη μου παράσταση, όταν ξεκίνησα, το 1993. Γνωριστήκαμε από μια κοινή φίλη που ήταν ηθοποιός, και ήταν σαν να ξεκινούσαμε μαζί και ακολουθούσε κι εκείνη τη δουλειά. Υπάρχει δέσιμο κι έτσι δεν είναι κάτι άγνωστο στην Αργυρώ ότι θα φύγω το πρωί από το σπίτι και--θα γυρίσω το βράδυ. Αγωνιούσε μαζί μου, έχει μεγάλη υπομονή, αλλιώς δεν θα ήταν δίπλα μου. Αν δεν έχει υπομονή η γυναίκα του ηθοποιού, πρέπει να φύγει, είναι σαν τη γυναίκα του ναυτικού. Στο σπίτι είμαι με τρεις γυναίκες, την Αργυρώ και τις κόρες μας, αυτό είναι τρέλα. Βέβαια, έχω 5 γυναίκες στη ζωή μου, αφού έχω τη μάνα μου αλλά και την πεθερά μου. Δεν ζούμε όλοι μαζί όμως. Το ωραίο είναι ότι είμαι μόνος μου και με αγαπάνε πολύ. Υπάρχουν συγκρούσεις μεταξύ τους, όχι με μένα. Εμένα μου αρέσει, χαίρομαι, τις βλέπω να «σκοτώνονται». Ήθελα να κάνω κόρες, δεν ήθελα γιους.
Γιατί δεν ήθελες γιους;
Για να με προσέχουν, να είμαι εγώ ο βασιλιάς. Στο σπίτι πρωταγωνιστεί η μικρή τώρα πια, οι δύο μεγαλύτερες κάνουν πίσω. Οι μεγάλες είναι πιο συνεσταλμένες, η μικρή είναι πιο... αλητάκος»
Ποια δύσκολη στιγμή έχετε κληθεί να αντιμετωπίσετε ως οικογένεια;
Την απώλεια ενός πολύ αγαπημένου προσώπου, πριν από 2 χρόνια. Άλλαξαν πολλά πράγματα. Ήταν ο αδελφός τη γυναίκας μου, αρρώστησε με το συκώτι του και δεν γινόταν με τίποτα καλά, έτσι τον «χάσαμε» σε ηλικία 50 χρονών. Εκεί βλέπεις πόσο μάταια είναι όλα. Ήμασταν συνέχεια κοντά του, δεν είχε οικογένεια και το περάσαμε μαζί του. Να βλέπεις έναν άνθρωπο 2 μέτρα να μαζεύει, να συρρικνώνεται, ανήμπορος, να μην μπορεί να κάνει τίποτα, δεν μπορούσε να γίνει καλά. Ήταν πολύ δύσκολο, ήταν στην εντατική δυο μήνες. Η Αργυρώ πίστευε ότι θα γίνει καλά, μέχρι την τελευταία στιγμή. Εγώ το έβλεπα, το ήξερα. Ήταν ένα πολύ δυνατό παιδί. Όλα εδώ μένουν και πρέπει να το σκεφτόμαστε συνέχεια αυτό. Πολλές φορές αγχώνομαι με τη δουλειά, μου τον παραγωγό, με τους συναδέλφους, με το σκηνοθέτη κι εκείνη την ώρα σκέφτομαι ότι πρέπει να γίνει κάποιος κατευθείαν στο νεκροταφείο ή το νοσοκομείο, να βλέπει τον άλλο που κλαίει, που πεθαίνει μετά να βγαίνει έξω και να λέει: «Ας μην κάνει εισιτήριο, ας μη δουλέψω να είμαι εδώ και να λέω βλακείες με δυο φίλους να περνάω καλά».
Πηγή: Λοιπόν
Καταφέρνεις και διατηρείς σε ισορροπία τα επαγγελματικά αλλά και τα προσωπικά σου, έχεις μια δεμένη οικογένεια.
Είμαστε με την Αργυρώ 23 χρόνια μαζί, με ξέρει σχεδόν από την ...πρώτη μου παράσταση, όταν ξεκίνησα, το 1993. Γνωριστήκαμε από μια κοινή φίλη που ήταν ηθοποιός, και ήταν σαν να ξεκινούσαμε μαζί και ακολουθούσε κι εκείνη τη δουλειά. Υπάρχει δέσιμο κι έτσι δεν είναι κάτι άγνωστο στην Αργυρώ ότι θα φύγω το πρωί από το σπίτι και--θα γυρίσω το βράδυ. Αγωνιούσε μαζί μου, έχει μεγάλη υπομονή, αλλιώς δεν θα ήταν δίπλα μου. Αν δεν έχει υπομονή η γυναίκα του ηθοποιού, πρέπει να φύγει, είναι σαν τη γυναίκα του ναυτικού. Στο σπίτι είμαι με τρεις γυναίκες, την Αργυρώ και τις κόρες μας, αυτό είναι τρέλα. Βέβαια, έχω 5 γυναίκες στη ζωή μου, αφού έχω τη μάνα μου αλλά και την πεθερά μου. Δεν ζούμε όλοι μαζί όμως. Το ωραίο είναι ότι είμαι μόνος μου και με αγαπάνε πολύ. Υπάρχουν συγκρούσεις μεταξύ τους, όχι με μένα. Εμένα μου αρέσει, χαίρομαι, τις βλέπω να «σκοτώνονται». Ήθελα να κάνω κόρες, δεν ήθελα γιους.
Γιατί δεν ήθελες γιους;
Για να με προσέχουν, να είμαι εγώ ο βασιλιάς. Στο σπίτι πρωταγωνιστεί η μικρή τώρα πια, οι δύο μεγαλύτερες κάνουν πίσω. Οι μεγάλες είναι πιο συνεσταλμένες, η μικρή είναι πιο... αλητάκος»
Ποια δύσκολη στιγμή έχετε κληθεί να αντιμετωπίσετε ως οικογένεια;
Την απώλεια ενός πολύ αγαπημένου προσώπου, πριν από 2 χρόνια. Άλλαξαν πολλά πράγματα. Ήταν ο αδελφός τη γυναίκας μου, αρρώστησε με το συκώτι του και δεν γινόταν με τίποτα καλά, έτσι τον «χάσαμε» σε ηλικία 50 χρονών. Εκεί βλέπεις πόσο μάταια είναι όλα. Ήμασταν συνέχεια κοντά του, δεν είχε οικογένεια και το περάσαμε μαζί του. Να βλέπεις έναν άνθρωπο 2 μέτρα να μαζεύει, να συρρικνώνεται, ανήμπορος, να μην μπορεί να κάνει τίποτα, δεν μπορούσε να γίνει καλά. Ήταν πολύ δύσκολο, ήταν στην εντατική δυο μήνες. Η Αργυρώ πίστευε ότι θα γίνει καλά, μέχρι την τελευταία στιγμή. Εγώ το έβλεπα, το ήξερα. Ήταν ένα πολύ δυνατό παιδί. Όλα εδώ μένουν και πρέπει να το σκεφτόμαστε συνέχεια αυτό. Πολλές φορές αγχώνομαι με τη δουλειά, μου τον παραγωγό, με τους συναδέλφους, με το σκηνοθέτη κι εκείνη την ώρα σκέφτομαι ότι πρέπει να γίνει κάποιος κατευθείαν στο νεκροταφείο ή το νοσοκομείο, να βλέπει τον άλλο που κλαίει, που πεθαίνει μετά να βγαίνει έξω και να λέει: «Ας μην κάνει εισιτήριο, ας μη δουλέψω να είμαι εδώ και να λέω βλακείες με δυο φίλους να περνάω καλά».
Πηγή: Λοιπόν