Από ένα σπίτι της πλατείας των Γουλεδιανών του «Βρύσινα» στο Ρέθυμνο, βγήκαν και «σκόρπισαν» σε άλλους τόπους 12 ψυχές και στο χωριό έμεινε μόνο μία! Σε αυτή την κατοικία, που για χρόνια παραδόθηκε στις τύχες της και ρημάζει σήμερα, ζωντανά έμειναν μόνο η κληματαριά που σκέπασε την αυλή και οι μνήμες στους επιζώντες. Εδώ, λοιπόν, εγκαταστάθηκαν ο Γιώργος Πεδιαδιτάκης που τον έφερε προπολεμικά η σύζυγός του Αικατερίνη Κοτζαμπασάκη από το Σπήλι, και είδαν το φως της ζωής τα δώδεκα παιδιά, έξι κορίτσια και έξι αγόρια: η Ελισάβετ, η Μαρία, η Ειρήνη, η Δήμητρα, η Γεωργία, ο Νίκος, ο Γιώργος, ο Μανώλης, ο Κώστας, ο Λευτέρης, η Ελευθερία και ο Γιάννης…
Παιδιά αγροτικής οικογένειας σ’ αυτό το σπίτι που χτίστηκε το 1932, μεγαλώνοντας έφυγαν από το χωριό τους και μόνο το ένα κορίτσι έμεινε κι έγινε μεγάλη γυναίκα πλέον.
Οι άλλοι που βρίσκονται σήμερα στη ζωή ξενιτεύτηκαν και είναι εγκατεστημένοι στην Αθήνα, στο Ρέθυμνο και στη Γερμανία. Μέσα σε αυτούς και ο Γιώργος Πεδιαδιτάκης, που αφού έκανε ένα εικοσάχρονο πέρασμα από τη Γερμανία ως εργάτης σε αυτοκινητοβιομηχανία, επέστρεψε συνταξιούχος πλέον, στην πρωτεύουσα…
Στα Γουλεδιανά βρίσκεται ορισμένες φορές το χρόνο, σίγουρα όμως τα καλοκαίρια για να τρυγήσει το αμπέλι του, και να πάρει το κρασί και την τσικουδιά για το σπίτι του το φθινόπωρο και να μαζέψει τα καρύδια.
«Ο πατέρας μου ήλθε από το Σπήλι», γυρίζει σε εκείνα τα χρόνια, «και μέχρι που ζούσε το 1983, έκανε καφενείο στο χωριό. Για να ζήσουμε τόσα πολλά παιδιά, έπρεπε να δουλεύουμε γιατί αν δεν δούλευες δεν ζούσες! Και στις αγροτικές δουλειές μάζευα ελιές κι έκανα μεροκάματα, τότε που το μεροκάματο είχε 25 δραχμές. Έφυγα στην Αθήνα και πιάστηκα για εφτά χρόνια στην οικοδομή και το 1981 ξενιτεύτηκα στη Γερμανία και δούλεψα είκοσι χρόνια…»
Κι αν το μεγάλο μέρος της ζωής του το τράβηξε η ξενιτιά, στην Αθήνα που ζει οι θύμησές του γυρίζουν συχνά-πυκνά στο γενέθλιο τόπο του, στους χωριανούς του που ένας-ένας αναχωρεί, στις απασχολήσεις και στα βιώματά του όσο έζησε στο χωριό. «Το νοσταλγώ στην Αθήνα που είμαι», λέει, «περιμένω το χειμώνα και έλθω για τις ελιές, αργότερα για το αμπέλι και το καλοκαίρι για διακοπές και για τον τρύγο, και το φθινόπωρο για τα καρύδια και την τσικουδιά. Έρχομαι, όμως, να δω και τους χωριανούς και να θυμηθώ τα χρόνια μου…»
Παιδιά αγροτικής οικογένειας σ’ αυτό το σπίτι που χτίστηκε το 1932, μεγαλώνοντας έφυγαν από το χωριό τους και μόνο το ένα κορίτσι έμεινε κι έγινε μεγάλη γυναίκα πλέον.
Οι άλλοι που βρίσκονται σήμερα στη ζωή ξενιτεύτηκαν και είναι εγκατεστημένοι στην Αθήνα, στο Ρέθυμνο και στη Γερμανία. Μέσα σε αυτούς και ο Γιώργος Πεδιαδιτάκης, που αφού έκανε ένα εικοσάχρονο πέρασμα από τη Γερμανία ως εργάτης σε αυτοκινητοβιομηχανία, επέστρεψε συνταξιούχος πλέον, στην πρωτεύουσα…
Στα Γουλεδιανά βρίσκεται ορισμένες φορές το χρόνο, σίγουρα όμως τα καλοκαίρια για να τρυγήσει το αμπέλι του, και να πάρει το κρασί και την τσικουδιά για το σπίτι του το φθινόπωρο και να μαζέψει τα καρύδια.
«Ο πατέρας μου ήλθε από το Σπήλι», γυρίζει σε εκείνα τα χρόνια, «και μέχρι που ζούσε το 1983, έκανε καφενείο στο χωριό. Για να ζήσουμε τόσα πολλά παιδιά, έπρεπε να δουλεύουμε γιατί αν δεν δούλευες δεν ζούσες! Και στις αγροτικές δουλειές μάζευα ελιές κι έκανα μεροκάματα, τότε που το μεροκάματο είχε 25 δραχμές. Έφυγα στην Αθήνα και πιάστηκα για εφτά χρόνια στην οικοδομή και το 1981 ξενιτεύτηκα στη Γερμανία και δούλεψα είκοσι χρόνια…»
Κι αν το μεγάλο μέρος της ζωής του το τράβηξε η ξενιτιά, στην Αθήνα που ζει οι θύμησές του γυρίζουν συχνά-πυκνά στο γενέθλιο τόπο του, στους χωριανούς του που ένας-ένας αναχωρεί, στις απασχολήσεις και στα βιώματά του όσο έζησε στο χωριό. «Το νοσταλγώ στην Αθήνα που είμαι», λέει, «περιμένω το χειμώνα και έλθω για τις ελιές, αργότερα για το αμπέλι και το καλοκαίρι για διακοπές και για τον τρύγο, και το φθινόπωρο για τα καρύδια και την τσικουδιά. Έρχομαι, όμως, να δω και τους χωριανούς και να θυμηθώ τα χρόνια μου…»