Τρίτη 18 Σεπτεμβρίου 2012

Βουλευτές - νταήδες τέλος! - Ο Άρειος Πάγος με εγκύκλιο που δείχνει την Χρυσή Αυγή επιτρέπει συλλήψεις βουλευτών που διαπράττουν κακούργημα!

Όσα δεν τόλμησαν να κάνουν οι πολιτικοί τα κάνει η δικαιοσύνη η οποία στέκεται στο ύψος των περιστάσεων και απλώνει δίχτυ προστασίας στους πολίτες - έλληνες ή αλλοδαπούς - που κινδυνεύουν από βουλευτές που νομίζουν ότι είναι υπεράνω των νόμων!

Με πολυσέλιδη εγκύκλιο προς τις εισαγγελίες και τα αστυνομικά τμήματα της χώρας ο Αρειος Πάγος ζητεί την σύλληψη βουλευτών σε περίπτωση που διαπράττουν κακούργημα. Σημειώνεται οτι το αν κάποια παράνομη πράξη συνιστά κακούργημα αυτό ορίζεται την ώρα της σύλληψης από το όργανο που είναι υπεύθυνο για την τήρηση της τάξης.

Η εγκύκλιος είναι σαφές ότι εστάλλη με αφορμή τα επεισόδια που έγιναν τις περασμένες εβδομάδες με πρωταγωνιστές βουλευτές της Χρυσής Αυγής, οι οποίοι μαζί με ομάδες πολιτών έκαναν ελέγχους σε μικροπωλητές.

Η εγκύκλιος αναφέρει μεταξύ άλλων ότι αποστέλλεται αφού τελευταία παρατηρείται έξαρση του φαινοµένου επιθέσεων, βιαιοπραγιών και διενέργειας ελέγχων σε αλλοδαπούς µετανάστες, σε σχέση µε τη νοµιµότητα της εισόδου και διαµονής αυτών στη χώρα καθώς και της ασκήσεως εµπορικής δραστηριότητας ορισµένων από αυτούς, από οργανωµένες οµάδες πολιτών. Προσθέτει μάλιστα ότι πολλές φορές στις παραπάνω ενέργειες πολιτών συµµετέχουν και µέλη του Κοινοβουλίου.

Διευκρινίζει επίσης ότι: «όλοι όσοι βρίσκονται στην Ελληνική Επικράτεια απολαµβάνουν την απόλυτη προστασία της ζωής, της τιµής και της ελευθερίας τους, χωρίς διάκριση εθνικότητας, φυλής, γλώσσας και θρησκευτικών ή πολιτικών πεποιθήσεων».

Στις οδηγίες αναφέρεται ρητά επίσης ότι: "...Επιτρέπεται επίσης η φυσική παρεµπόδιση του επιτιθέµενου βουλευτή µε τα συνήθη αποτρεπτικά µέσα, που εφαρµόζονται στους παρανοµούντες κοινούς πολίτες, εκ µέρους των οργάνων της πολιτείας τα οποία έχουν την ευθύνη για την αποτροπή της διαταράξεως της δηµόσιας τάξης και την πρόληψη των εγκληµάτων (Αστυνοµία κλπ.)"

ΟΛΗ Η ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ

Τελευταίως παρατηρείται έξαρση του φαινοµένου επιθέσεων, βιαιοπραγιών και διενέργειας ελέγχων σε αλλοδαπούς µετανάστες, σε σχέση µε τη νοµιµότητα της εισόδου και διαµονής αυτών στη χώρα καθώς και της ασκήσεως εµπορικής δραστηριότητας ορισµένων από αυτούς, από οργανωµένες οµάδες πολιτών. Πολλές φορές στις παραπάνω ενέργειες
πολιτών συµµετέχουν και µέλη του Κοινοβουλίου.

Επειδή, ενόψει των δηµοσίως προβαλλοµένων επιχειρηµάτων προς δικαιολόγηση των ανωτέρω συµπεριφορών, αλλά και των διατυπωµένων κυρίως στα ΜΜΕ διαφόρων απόψεων για την ποινική µεταχείριση των συµµετεχόντων βουλευτών, δηµιουργείται σύγχυση, αναγκαίο παρίσταται να δοθούν οι ακόλουθες διευκρινίσεις και οδηγίες.

Πρέπει εν πρώτοις να επισηµανθεί ότι το Σύνταγµα αφενός επιτάσσει τον σεβασµό και την προστασία της αξίας του ανθρώπου, ορίζοντας µε έµφαση ότι αυτά αποτελούν «πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας» (βλ. τη διάταξη
της παρ. 1 του άρθρου 2 που είναι εντεταγµένη στο πρώτο µέρος του Συντάγµατος, στο οποίο περιέχονται «βασικές διατάξεις» και καθορίζεται η µορφή του πολιτεύµατος) και αφετέρου ορίζει κατηγορηµατικά ότι, µε τις εξαιρέσεις που προβλέπει το διεθνές δίκαιο, «όλοι όσοι βρίσκονται στην Ελληνική Επικράτεια απολαµβάνουν την απόλυτη προστασία της ζωής, της τιµής και της ελευθερίας τους, χωρίς διάκριση εθνικότητας, φυλής, γλώσσας και θρησκευτικών ή πολιτικών πεποιθήσεων» (άρθρο 5§2).

Περαιτέρω κατά το άρθρο 175 παρ. 1 ΠΚ όποιος µε πρόθεση αντιποιείται την άσκηση δηµόσιας, δηµοτικής ή κοινοτικής υπηρεσίας τιµωρείται µε φυλάκιση µέχρι ενός έτους ή µε χρηµατική ποινή.

Η εν λόγω διάταξη, καθώς και οι άλλες ποινικές διατάξεις του πέµπτου κεφαλαίου του ΠΚ µε τον τίτλο «Προσβολές κατά της πολιτειακής εξουσίας», θεσπίσθηκε για την προστασία της εσωτερικής πολιτειακής εξουσίας και αποβλέπει στην
εξασφάλιση της επιβολής της κρατικής βουλήσεως τόσο από την άποψη της ενεργητικής επιβολής της, όσο και από την άποψη της παθητικής αναγνωρίσεώς της. Υποκείµενο τέλεσης του εγκλήµατος της αντιποίησης µπορεί να είναι οιοσδήποτε («όποιος») άνθρωπος. Περίπτωση αντιποίησης αποτελεί και εκείνη κατά την οποία ο δράστης χωρίς να αντιποιείται την ιδιότητα του φορέα δηµόσιας κλπ. υπηρεσίας επιχειρεί πράξη επιτρεπόµενη µόνον σε υπάλληλο. Πρέπει επίσης να σηµειωθεί ότι το κατ’ άρθρο 275§1 ΚΠ∆ δικαίωµα οποιουδήποτε πολίτη να συλλαµβάνει τον δράστη αυτόφωρου κακουργήµατος ή πληµµελήµατος αφενός προϋποθέτει βεβαιότητα για την διάπραξη του εγκλήµατος και αφετέρου δεν περιλαµβάνει το δικαίωµα διενέργειας ανακριτικών πράξεων, ήτοι ενεργειών που τείνουν στην βεβαίωση
της τελέσεως του εγκλήµατος, όπως είναι για παράδειγµα η απαίτηση επιδείξεως εγγράφων ή η διενέργεια πάσης φύσεως ερευνών.

Εποµένως, αν γίνουν τέτοιες ενέργειες από πολίτη προς τον σκοπό διαπιστώσεως της τελέσεως αυτόφωρου πληµµελήµατος ή κακουργήµατος και της εν συνεχεία, σε καταφατική περίπτωση, συλλήψεως του δράστη τελείται από τον πολίτη η αξιόποινη πράξη της αντιποίησης.

Το άρθρο 62 του Συντάγµατος ορίζει ότι όσο διαρκεί η βουλευτική περίοδος ο βουλευτής δεν διώκεται ούτε συλλαµβάνεται ούτε φυλακίζεται ούτε µε άλλο τρόπο περιορίζεται χωρίς άδεια του Σώµατος. ∆εν απαιτείται όµως άδεια για τα αυτόφωρα κακουργήµατα. Εξάλλου, κατά το άρθρο 54 ΚΠ∆, ακόµα και στις περιπτώσεις που χρειάζεται άδεια για τη δίωξη, µπορεί να ενεργηθεί ανάκριση για τη βεβαίωση του εγκλήµατος και πριν χορηγηθεί η άδεια. ∆εν επιτρέπεται µόνο να ενεργηθούν ανακριτικές πράξεις που θίγουν το πρόσωπο για τη δίωξη του οποίου χρειάζεται η άδεια. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για τις πληµµεληµατικές, έστω και αυτόφωρες, πράξεις του βουλευτή δεν επιτρέπεται η σύλληψή του καθώς και η ποινική δίωξή του χωρίς προηγούµενη άδεια της Βουλής. Επιτρέπεται όµως η χωρίς άδεια διενέργεια κάθε ανακριτικής πράξεως που είναι αναγκαία για τη βεβαίωση του εγκλήµατος εκτός αυτών που θίγουν το πρόσωπο του βουλευτή (πχ. δεν επιτρέπεται κλήση του για παροχή εξηγήσεων ή απολογία).

Επιτρέπεται επίσης η φυσική παρεµπόδιση του επιτιθέµενου βουλευτή µε τα συνήθη αποτρεπτικά µέσα, που εφαρµόζονται στους παρανοµούντες κοινούς πολίτες, εκ µέρους των οργάνων της πολιτείας τα οποία έχουν την ευθύνη για την αποτροπή της διαταράξεως της δηµόσιας τάξης και την πρόληψη των εγκληµάτων (Αστυνοµία κλπ.). Η εφαρµογή των ως άνω καθαρά αποτρεπτικών µέτρων σηµειωτέον δεν συνεπάγεται περιορισµό της ελευθερίας του βουλευτή κωλύοντα την άσκηση των κοινοβουλευτικών του καθηκόντων, ούτε αποτελεί µοµφή υπό την έννοια της ιδιαίτερης κοινωνικοηθικής αποδοκιµασίας και εποµένως δεν εµπίπτει στην έννοια της σύλληψης, φυλάκισης, περιορισµού ή διώξεως κατά την έννοια του άρθρου 62 του Συντάγµατος.

Τέλος, κατά τις συνδυασµένες διατάξεις των άρθρων 275 παρ. 1 και 279 παρ. 1 ΚΠ∆ οι ανακριτικοί υπάλληλοι των άρθρων 33 και 34, καθώς και κάθε αστυνοµικό όργανο, έχουν υποχρέωση να συλλάβουν το δράστη αυτόφωρου
κακουργήµατος και πληµµελήµατος και να τον οδηγήσουν, χωρίς αναβολή, στον αρµόδιο εισαγγελέα. Αυτό ισχύει, σύµφωνα µε την παρ. 2 του ίδιου άρθρου 275 ΚΠ∆ και για τα εγκλήµατα που διώκονται µε έγκληση εάν υποβληθεί η απαιτούµενη έγκληση, έστω και προφορικά, σ’ εκείνον που έχει δικαίωµα να συλλάβει τον δράστη. Στο άρθρο 242 παρ. 1 ΚΠ∆ ορίζεται πότε το έγκληµα είναι αυτόφωρο στο δε άρθρο 243 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα ορίζεται ποιες υποχρεώσεις έχουν οι προανακριτικοί υπάλληλοι, όταν πρόκειται για αυτόφωρο κακούργηµα και πληµµέληµα. Μεταξύ των υποχρεώσεών τους αυτών συγκαταλέγεται και η σύλληψη του δράστη χωρίς να απαιτείται οποιαδήποτε έγκριση ή άδεια για τις ενέργειες αυτές.

Ενόψει των ανωτέρω και του ότι η Εισαγγελία έχει ως αποστολή την τήρηση της νοµιµότητας, την προστασία του πολίτη και τη διαφύλαξη των κανόνων της δηµόσιας τάξης ενώ εξάλλου ο εισαγγελέας διευθύνει την προανάκριση, εποπτεύει και ελέγχει τις αστυνοµικές αρχές αναφορικά µε την πρόληψη και δίωξη των εγκληµάτων παρακαλούµε, όπως παραγγείλετε στους κ. κ. Εισαγγελείς Πρωτοδικών και οι τελευταίοι ακολούθως στις αρµόδιες Αστυνοµικές ∆ιευθύνσεις και τους υπ’ αυτούς αστυνοµικούς υπαλλήλους της περιφερείας των, τα ακόλουθα :

1) Να προβαίνουν στη σύλληψη και προσαγωγή των υπαιτίων της παραβάσεως του άρθρου 175 παρ. 1 του ΠΚ,
και τυχόν άλλων αυτόφωρων αξιοποίνων πράξεων, ενώπιόν τους, εάν δε τούτο δεν είναι εφικτό να επιχειρούν όλες τις προανακριτικές πράξεις που είναι αναγκαίες για τη βεβαίωση της πράξης και την ανακάλυψη του δράστη
και να τους υποβάλλουν, χωρίς χρονοτριβή, τη σχηµατισθείσα δικογραφία. Σε περίπτωση που κάποιος από τους συµµετόχους είναι βουλευτής επί µεν κακουργηµατικών αυτοφώρων πράξεων να προβαίνουν στη σύλληψη αυτού,
επί των λοιπών δε πράξεων να ενεργούν οποιαδήποτε ανακριτική πράξη είναι αναγκαία για τη βεβαίωση του εγκλήµατος, εξαιρουµένων µόνον των ανακριτικών πράξεων που θίγουν το πρόσωπο του τελευταίου, καθώς και να
εφαρµόζουν τα προαναφερθέντα αποτρεπτικά µέτρα.

2) Να τους ενηµερώνουν αµέσως για τις διαπιστώσεις τους και τις ενέργειες, στις οποίες προέβησαν, ζητούντες εν ανάγκη και τη συνδροµή τους. Ωσαύτως να παραγγείλετε στους κ. κ. Εισαγγελείς Πρωτοδικών την εφαρµογή της
αυτόφωρης διαδικασίας µε την παραποµπή των δραστών στα ακροατήρια για την άµεση εκδίκαση των εγκληµάτων, δεδοµένου ότι η εφαρµογή της αυτόφωρης διαδικασίας οδηγεί στην άµεση αποκατάσταση της προσβολής
της εννόµου τάξεως, και σε περίπτωση αναβολής τον προσδιορισµό των οικείων δικογραφιών κατά προτεραιότητα.
Ευνόητο είναι ότι οι αστυνοµικές αρχές αλλά και όλες οι αρχές οι οποίες είναι αρµόδιες για τη δίωξη των εγκληµάτων υποχρεούνται, κατά καθήκον, να προβαίνουν, άµεσα, σε όλες τις απαραίτητες ενέργειες για τη βεβαίωση των
εγκληµάτων, τη σύλληψη και προσαγωγή στον αρµόδιο εισαγγελέα εκείνων των αλλοδαπών, οι οποίοι καταλαµβάνονται επ’ αυτοφώρω να διαπράττουν αξιόποινες πράξεις. Ολίγο βεβαίως είναι ανάγκη να σηµειώσουµε, ότι σε
σχέση µε την εφαρµογή της αυτόφωρης διαδικασίας πρέπει να τηρείται πάντοτε το ίδιο µέτρο για όλους τους συλλαµβανόµενους επ’ αυτοφώρω δράστες.

Είναι τέλος αυτονόητο ότι η κατά τα ανωτέρω οριοθέτηση της µεταχειρίσεως των βουλευτών, αφορά τους βουλευτές οποιουδήποτε πολιτικού κόµµατος και για οποιαδήποτε αξιόποινη συµπεριφορά. Πέραν της παραγγελίας σας προς τους ∆ιευθύνοντες τις Εισαγγελίες Πρωτοδικών για την εφαρµογή της ανωτέρω εγκυκλίου µας, παρακαλούµε, στα πλαίσια του άρθρου 35 του ΚΠ∆, να εποπτεύετε προσωπικώς και συνεχώς για την τήρηση αυτής.