Πέμπτη 22 Μαΐου 2014

SS St Louis: Ενα πλοίο γεμάτο Εβραίους, που κανείς δεν ήθελε

Ηταν ένα πολυτελές κρουαζιερόπλοιο με όλες τις ανέσεις. Πισίνα, αίθουσα χορού, μπάντα και άφθονα φαγητά. Κι όμως, οι επιβάτες του ήταν οι κατατρεγμένοι που δεν έβρισκαν κανένα λιμάνι.

Ηταν στις 13 Μαΐου του 1939, όταν περισσότεροι από 900 Εβραίοι επιβιβάστηκαν στο πολυτελές κρουαζιερόπλοιο SS St Louis για να διαφύγουν από τη Γερμανία. Ηλπιζαν να αποβιβαστούν στην Κούβα και από εκεί να ταξιδέψουν στις ΗΠΑ, αλλά έπειτα από διαδοχικές αρνήσεις αναγκάστηκαν να επιστρέψουν στην Ευρώπη, όπου περισσότεροι από 250 από εκείνους σκοτώθηκαν από τους Ναζί.

«Δεν ξέραμε πού πηγαίναμε ή πώς θα τα καταφέρναμε εκεί», θυμάται η Γκιζέλα Φέλντμαν, μιλώντας στο BBC. Η 90χρονη σήμερα γυναίκα δεν θα ξεχάσει τα ανάμεικτα συναισθήματα που ένιωθε όταν στα 15 της επιβιβάστηκε στο πλοίο στο Αμβούργο, μαζί με τη μητέρα της και τη μικρότερη αδερφή της. «Μπορούσα να καταλάβω πόσο ανήσυχη ήταν η μητέρα μου, ξεκινώντας ένα τόσο μεγάλο ταξίδι, μόνη της, με τις δύο έφηβες κόρες της», λέει.

Η οικογένεια της Φέλντμαν, όπως και πολλοί ακόμη Εβραίοι, ήδη είχαν αντιληφθεί τι κίνδυνο διέτρεχαν μένοντας στη Γερμανία. Οι περιουσίες τους κατάσχονταν, οι συναγωγές και οι επιχειρήσεις γίνονταν στάχτη. Οταν ο πατέρας της Φέλντμαν συνελήφθη και απελάθηκε στην Πολωνία, η μητέρα της αποφάσισε ότι ήταν ώρα να φύγουν. Εκείνος τους παρακαλούσε να τον περιμένουν να επιστρέψει, αλλά η μητέρα των κοριτσιών ήταν αποφασισμένη να τα οδηγήσει στην ασφάλεια.

Εχοντας αγοράσει βίζα για την Κούβα, με 10 μάρκα στο πορτοφόλι της και άλλα 200 κρυμμένα στα εσώρουχά της, ανέβηκε με τις κόρες της στο St Louis. Την ώρα που το κρουαζιερόπλοιο απομακρυνόταν, συγγενείς των επιβατών τους αποχαιρετούσαν από την προβλήτα δακρυσμένοι. Ηξεραν ότι δεν θα ξανασυναντηθούν και πολλοί δυστυχώς επιβεβαιώθηκαν.

Από τις αρχές του 1939, οι Ναζί είχαν ήδη κλείσει το μεγαλύτερο μέρος των συνόρων της Γερμανίας και οι περισσότερες χώρες είχαν θέσει αυστηρό περιορισμό στον αριθμό των Εβραίων προσφύγων που υποδέχονταν. Η Κούβα φαινόταν ως η ιδανική λύση για τη μετάβαση στις ΗΠΑ, καθώς η πρεσβεία της χώρας στο Βερολίνο έδινε βίζα για 200-300 δολάρια, περίπου 3.000-5.000 δολάρια σήμερα.

Οταν ο εξάχρονος Γκέραλντ Γκράνστον άκουσε τον πατέρα του να λέει ότι θα φύγουν από τη μικρή πόλη που έμεναν για να ταξιδέψουν με ένα πλοίο στην άλλη άκρη του κόσμου, δεν μπορούσε να καταλάβει τι συνέβαινε. «Δεν είχα ξανακούσει την Κούβα. Θυμάμαι ότι ήμουν φοβισμένος», λέει ο 81χρονος σήμερα άνδρας.

Ομως, όταν ξεκίνησε το ταξίδι, η αγωνία εξαφανίστηκε. Τις δύο εβδομάδες που ακολούθησαν για να διασχίσουν τον ωκεανό, η ζωή ήταν πολύ διαφορετική. Η Φλέντμαν με την αδερφή της περνούσαν την ώρα τους κολυμπώντας στην πισίνα του πλοίου, ή μιλώντας με αγόρια της ηλικίας τους. Το κρουαζιερόπλοιο είχε μία μπάντα που έπαιζε τα βράδια αλλά και κινηματογράφο. Τα γεύματά τους είχαν ποικιλία που από καιρό είχαν ξεχάσει, ενώ το πλήρωμα τους φερόταν με ευγένεια που δεν θύμιζε σε τίποτα την εχθρότητα που βίωναν τα τελευταία χρόνια οι οικογένειες των Εβραίων. Ακόμη και να προσεύχονταν τους επέτρεπε ο καπετάνιος και μάλιστα όταν γινόταν αυτό, στην τραπεζαρία, είχε δώσει άδεια για να κατεβάζουν το ποτραίτο του Αδόλφου Χίτλερ που υπήρχε στην αίθουσα.

«Φύγαμε, γλιτώσαμε. Κανείς δεν θα μας κάνει πια κακό. Δεν χρειάζεται να κοιτάζουμε πίσω από την πλάτη μας πλέον», έλεγαν οι γονείς στα παιδιά τους. Ολα αυτά όμως τελείωσαν πολύ σύντομα, όταν το πλοίο έφτασε στην Αβάνα στις 27 Μαΐου και ο φόβος επέστρεψε στη ζωή τους.

Οι επιβάτες ήταν μαζεμένοι στο κατάστρωμα, με τις βαλίτσες τους έτοιμες και περίμεναν να δοθεί η εντολή για να αποβιβαστούν. Αυτή δεν ήρθε ποτέ. Μία εβδομάδα έμειναν εκεί, με τον καπετάνιο να προσπαθεί μάταια να πείσει τις αρχές να επιτρέψουν στον κόσμο να κατέβει. Οπως φαινόταν, οι Κουβανοί ήθελαν να ανακόψουν ένα πιθανό κύμα προσφύγων που θα ακολουθούσε. Βλέποντας τις αιτήσεις του να πέφτουν στο κενό, ο καπετάνιος ξεκίνησε για τη Φλόριντα.

Ούτε εκεί όμως του επέτρεψαν να δέσει στο λιμάνι, παρά τις απευθείας εκκλήσεις στον πρόεδρο των ΗΠΑ, Φραγκλίνο Ρούσβελτ. Στις αρχές Ιουνίου ο καπετάνιος κατάλαβε ότι δεν υπήρχε άλλη επιλογή, παρά να επιστρέψει στην Ευρώπη. Η χαρά και η ευτυχία εξανεμίστηκε. Κανείς δεν μιλούσε στο κρουαζιερόπλοιο για το τι θα συνέβαινε. Ο κόσμος έκλαιγε στο καταστρωμα καθημερινά. Ενας από τους επιβάτες δεν άντεξε, έκοψε τις φλέβες του και πήδηξε στη θάλασσα μέσα στην απελπισία του. «Αν κλείσω τα μάτια μου, θυμάμαι ακόμη τις κραυγές του και το αίμα», λέει ο Γκράνστον.

Τελικά, οι επιβάτες δεν χρειάστηκε να επιστρέψουν στη ναζιστική Γερμανία. Το Βέλγιο, η Γαλλία, η Ολλανδία και η Μεγάλη Βρετανία συμφώνησαν να υποδεχθούν τους πρόσφυγες. Η Αμερικανική Εβραϊκή Ενωση κατέβαλε εγγύηση 500.000 δολαρίων- περίπου 8 εκατ. σήμερα σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του BBC- για να καλύψει τα όποια έξοδα.

Στις 17 Ιουνίου το St Louis έδεσε στην Αμβέρσα. Η Φλέντμαν, μαζί με την αδερφή και τη μητέρα της κατέληξαν στην Αγγλία, όπως και ο Γκράνστον με τον πατέρα του. Αμφότεροι επέζησαν, αλλά έχασαν δεκάδες συγγενείς τους στο Ολοκαύτωμα. Αλλοι επιβάτες ήταν ακόμη πιο άτυχοι. Κάποιοι από αυτούς αναγκάστηκαν να ξεριζωθούν δεύτερη φορά, για να αποφύγουν τους ναζιστές, ενώ 254 από εκείνους που είχαν κάνει το ταξίδι της ελπίδας δεν κατάφεραν τελικά να γλιτώσουν.